Xίος |
Η Επανάσταση του 1821
Πριν από την Επανάσταση στη Χίο επικρατούσε μια κατάσταση οικονομικής ευμάρειας και άνθισης του εμπορίου. Σ' αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η καλλιέργεια της μαστίχας, η οποία ήταν ένα παγκοσμίως μοναδικό προϊόν και τότε όπως και σήμερα. Το 1822 το νησί συντηρούσε περισσότερους από 100.000 κατοίκους.
Σχέδια για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, το 1821, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Τομπάζη. Από τις 18 Απριλίου 1821 οι Υδραίοι κάλεσαν με επιστολή τους Χιώτες να συνδράμουν οικονομικά την Επανάσταση. Οι Τούρκοι, για να διασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των κατοίκων, κάλεσαν τους προκρίτους και τους ηγέτες των κοινοτήτων να ορκιστούν πίστη στον σουλτάνο. Απελάθηκαν από το νησί όσοι μπορούσαν να προκαλέσουν αναταραχή και τοιχοκολλήθηκαν παντού προκηρύξεις που καλούσαν τους κατοίκους να μείνουν πιστοί στην Πύλη.
Αξιόπιστη πηγή για τα γεγονότα πριν και κατά τη σφαγή του 1822 θεωρείται η αναφορά του Γάλλου πρόξενου Celeste Etienne David προς τους προϊσταμένους του, παρ' ότι αυτός κρίνεται ως φιλότουρκος. Στις 27 Απριλίου/6 Μαΐου Υδραϊκός στόλος από 28 πλοία άραξε στη Βρύση του Παπά και κάλεσε τους Χιώτες να ξεσηκωθούν. Βυθίστηκε ένα τουρκοκρητικό πλοίο και εξοντώθηκαν όλοι οι επιβαίνοντες. Την επομένη τα πλοία άραξαν κοντά στα Λειβάδια, ενάμισυ μίλι από την πόλη και επαναστάτες βγήκαν στη στεριά καλώντας τους χωρικούς να ξεσηκωθούν. Οι τελευταίοι όμως τους απέφυγαν και απομακρύνθηκαν. Ο Τομπάζης αντίθετα αναφέρει ότι οι χωρικοί ήταν πρόθυμοι να επαναστατήσουν. Άνθρωπος των προκρίτων έφερε στον Τομπάζη το μήνυμα ότι 400 άτομα ήταν έτοιμα να πάρουν τα όπλα, αλλά ζητούσαν να αποβιβαστούν και άνδρες από το στόλο για να τους ξεσηκώνσουν. Τον Ιούλιο του '21 είχε αναλάβει την οργάνωση της εξέγερσης ο Ιωάννης Ράλλης, Χιώτης Φιλικός και άλλοτε έμπορος στην Οδησσό. Όμως Χιώτες έμποροι των Κυκλάδων τον έπεισαν ότι αυτή η επιχείρηση ήταν άκαιρη και επικίνδυνη, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Υψηλάντης.
Οι κινήσεις αυτές ανησύχησαν τους Τούρκους οι οποίοι συγκέντρωσαν 40 ομήρους από την πόλη, μεταξύ αυτών οι πέντε δημογέροντες της Κοινότητας, ο αρχιεπίσκοπος και άλλα επιφανή πρόσωπα. Ο στόλος των επαναστατών αφού δεν κατάφερε να ξεσηκώσει τους κατοίκους απέπλευσε μετά από έξι ημέρες. Βύθισε όμως ένα τουρκικό πλοίο που μετέφερε προσκυνητές για τη Μέκκα. Ο Φιλήμων αναφέρει ότι εξοντώθηκαν όσοι συνελήφθησαν σαν εκδίκηση για τον απαγχονισμό των δύο πατριαρχών και άλλων αρχιερέων στην Κωνσταντινούπολη. Ορισμένοι Τούρκοι όμως διασώθηκαν από τους Χιώτες χωρικούς. Εκείνη την εποχή έφτασαν διαταγές από την Κων/πολη που καλούσαν τις τουρκικές Αρχές να ετοιμαστούν για άμυνα και να θεωρούν εχθρούς τους Χιώτες. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η άσκηση βίας και τρομοκρατίας πάνω στους κατοίκους. Κατασχέθηκαν περίπου 96.000 οκάδες σιταριού και κλήθηκαν 600 στρατιώτες από την Ασία. Για τη συντήρησή τους οι Χιώτες αναγκάζονταν να καταβάλουν 30.000 γρόσια το μήνα. Για να βαθυνθεί η τάφρος του κάστρου, οι Χιώτες έκαναν καταναγκαστικές εργασίες. Οι στρατιώτες καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και τα χωριά. Ταυτόχρονα ήλθε φιρμάνι που επέβαλε τη ναυτολόγηση 250 Χιωτών για τον οθωμανικό στόλο. Στρατιωτικός διοικητής στη Χίο τοποθετήθηκε σκληρός Βαχίτ πασάς. Η σκληρότητά του περιγράφεται από ξένους που ζούσαν στη Χίο. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο Βαχίτ αποκεφάλισε έναν προεστό των Μαστιχοχωρίων για να εορτάσει τη γέννηση του γιού του. Ο Βαχίτ πασάς αργότερα κατέγραψε και το ιστορικό των γεγονότων της επανάστασης και της σφαγής της Χίου. Το 1822 η ευδαιμονία της Χίου ήταν παρελθόν και ο πληθυσμός ζούσε κάτω από την οθωμανική καταπίεση. Το Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες πήγαν στη Σάμο και κάλεσαν το Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι ο οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλή έπλευσε προς την Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ. Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν , ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Ο τουρκικός στόλος έκαιγε και κατέστρεφε τα πάντα για 40 μέρες, προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους Έλληνες. Το γεγονός έγινε παγκόσμια γνωστό ως η σφαγή της Χίου, ενώ αποτυπώθηκε στον διάσημο πίνακα «Η Σφαγή της Χίου» του γάλλου ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά.
Οι κινήσεις αυτές ανησύχησαν τους Τούρκους οι οποίοι συγκέντρωσαν 40 ομήρους από την πόλη, μεταξύ αυτών οι πέντε δημογέροντες της Κοινότητας, ο αρχιεπίσκοπος και άλλα επιφανή πρόσωπα. Ο στόλος των επαναστατών αφού δεν κατάφερε να ξεσηκώσει τους κατοίκους απέπλευσε μετά από έξι ημέρες. Βύθισε όμως ένα τουρκικό πλοίο που μετέφερε προσκυνητές για τη Μέκκα. Ο Φιλήμων αναφέρει ότι εξοντώθηκαν όσοι συνελήφθησαν σαν εκδίκηση για τον απαγχονισμό των δύο πατριαρχών και άλλων αρχιερέων στην Κωνσταντινούπολη. Ορισμένοι Τούρκοι όμως διασώθηκαν από τους Χιώτες χωρικούς. Εκείνη την εποχή έφτασαν διαταγές από την Κων/πολη που καλούσαν τις τουρκικές Αρχές να ετοιμαστούν για άμυνα και να θεωρούν εχθρούς τους Χιώτες. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η άσκηση βίας και τρομοκρατίας πάνω στους κατοίκους. Κατασχέθηκαν περίπου 96.000 οκάδες σιταριού και κλήθηκαν 600 στρατιώτες από την Ασία. Για τη συντήρησή τους οι Χιώτες αναγκάζονταν να καταβάλουν 30.000 γρόσια το μήνα. Για να βαθυνθεί η τάφρος του κάστρου, οι Χιώτες έκαναν καταναγκαστικές εργασίες. Οι στρατιώτες καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και τα χωριά. Ταυτόχρονα ήλθε φιρμάνι που επέβαλε τη ναυτολόγηση 250 Χιωτών για τον οθωμανικό στόλο. Στρατιωτικός διοικητής στη Χίο τοποθετήθηκε σκληρός Βαχίτ πασάς. Η σκληρότητά του περιγράφεται από ξένους που ζούσαν στη Χίο. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο Βαχίτ αποκεφάλισε έναν προεστό των Μαστιχοχωρίων για να εορτάσει τη γέννηση του γιού του. Ο Βαχίτ πασάς αργότερα κατέγραψε και το ιστορικό των γεγονότων της επανάστασης και της σφαγής της Χίου. Το 1822 η ευδαιμονία της Χίου ήταν παρελθόν και ο πληθυσμός ζούσε κάτω από την οθωμανική καταπίεση. Το Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες πήγαν στη Σάμο και κάλεσαν το Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι ο οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλή έπλευσε προς την Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ. Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν , ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Ο τουρκικός στόλος έκαιγε και κατέστρεφε τα πάντα για 40 μέρες, προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους Έλληνες. Το γεγονός έγινε παγκόσμια γνωστό ως η σφαγή της Χίου, ενώ αποτυπώθηκε στον διάσημο πίνακα «Η Σφαγή της Χίου» του γάλλου ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική των Τούρκων ύστερα από τη σφαγή του 1822 οδήγησε στην αραίωση του πληθυσμού του νησιού και στην κάμψη κάθε δραστηριότητας. Οι λίγοι Χιώτες που επέζησαν της λεηλασίας και έκαναν προσπάθεια να ξαναχτίσουν το νησί το 1832. Το 1835 δεν είχε επανέλθει στους παλιότερους ρυθμούς ζωής και μόλις από την πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα σημειώνεται μια πρώτη προσπάθεια ανάκαμψης, οικονομικής και πνευματικής. Το πλαίσιο της πολιτικής ζωής του νησιού από εκείνη την περίοδο έγινε ο θεσμός της δημογεροντίας: οι δημογέροντες από το 1847 εκλέγονταν για τη ρύθμιση των εσωτερικών προβλημάτων του νησιού από τους γέροντες των χωριών, ήταν μόνο ορθόδοξοι, ενώ παλιότερα εκπροσωπούνταν και οι καθολικοί του νησιού. Από το 1861 σύμφωνα με τις διατάξεις του Διοργανισμού της κοινότητος Χίου, στις εκλογές για την ανάδειξη δημογερόντων συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλο το νησί εκτός από τα Μαστιχοχώρια. Από τα 66 χωριά του νησιού στη δικαιοδοσία της δημογεροντίας, που έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού, υπάγονταν τα 44 (36 στο βόρρειο τμήμα του νησιού και 6 γύρω από τον Κάμπο), καθώς και οι Οινούσσες και τα Ψαρά. Τα Μαστιχοχώρια, υποχρεωμένα να καλλιεργούν τη μαστίχα για τα σουλτανικά ανάκτορα, βρίσκονταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας (μητέρας του σουλτάνου) και ανήκαν σε επίσημους Τούρκους[7]. Κάθε χωριό είχε τους επιτρόπους του, τη διοίκηση όμως ασκούσε Τούρκος αγάς, ενώ ένας έφορος των Μαστιχοχωρίων βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για τη ρύθμιση ζητημάτων που κατά καιρούς ανέκυπταν. Με το νόμο περί Βιλαετίων (1864), οι εξουσίες της δημογεροντίας περιορίσθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ένα απλό διοικητικό συμβούλιο, εκετελεστικό όργανο της Τουρκικής εξουσίας. Η ονομαστή σχολή της Χίου συνέχισε τη λειτουργία της μέσα από άλλη μορφή. Το 1839 αριθμούσε τριακόσιους μαθητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσαν αλληλοδιδακτικά σχολεία στα περισσότερα χωριά. Χαρακτηριστική είναι η επίδοση των κατοίκων του νησιού στο εμπόριο και στη ναυτιλία, εκτός από την αγροτική παραγωγή (σηροτροφία, εσπεριδοειδή): το 1845 ιδρύθηκε στο νησί η «Κινδυνασφαλιστική Εταιρεία» προκειμένου να καλύπτει οικονομικά τις θαλάσσιες ζημίες. Σημαντικά ναυτιλιακά κέντρα του νησιού θα αναδειχθούν τα Καρδάμυλα, ο Βροντάδος, η Λαγκάδα και οι Οινούσσες.Τελικά, η Χίος ελευθερώθηκε το 1912 και έγινε κομμάτι της ανεξάρτητης Ελλάδας. Στις Καρυές της Χίου λέγεται ότι υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης του νησιού στους Έλληνες. Στις 21 Δεκεμβρίου 1912 υπογράφτηκε στις Καρυέςένα συμβόλαιο ειρήνης ανάμεσα στις ελληνικές και στις τουρκικές δυνάμεις. Η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε ανάμεσα στο Τούρκο Ζιχνή Μπέη και το λοχαγό του πεζικού Ε. Βερνάδο, που εκπροσωπούσε τις ελληνικές δυνάμεις. Με αυτό το τρόπο έγινε η παράδοση της Χίου στους Έλληνες. Το νησί είχε παραμείνει κάτω από τούρκικη κατοχή για 356 χρόνια . Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, πολλοί μικρασιάτες κατέφυγαν στο νησί και δημιούργησαν νέους οικισμούς όπως το Βαρβάσι. Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Χιώτες πολέμησαν κατά των Γερμανών, ενώ το νησί απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1944.
πηγη wikipedia
Γραφει ο Αλέξανδρος Μπαξεβάνης